Η πλέον γνωστή και διαδεδομένη προέκταση της ψυχανάλυσης είναι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Οι περισσότεροι από τους βασικούς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας του θεραπευτικού πλαισίου (χωρική και χρονική σταθερότητα των συναντήσεων, η μέθοδος των ελευθέρων συνειρμών, η σημασία της θεραπευτικής σχέσης ως προς την κατανόηση και την θεραπευτική μεταβολή) παραμένουν οι ίδιοι. Διαφοροποιείται ως προς το ότι, οι συνεδρίες της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας διεξάγονται πρόσωπο με πρόσωπο με μία συχνότητα μίας, δύο ή και τριών εβδομαδιαίων συνεδριών. Η συνολική διάρκεια της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων. Πρόκειται για μία δυναμική διεργασία, της οποίας η διάρκεια όπως και η πορεία, είναι συνάρτηση της φύσης του ψυχικού προβλήματος, του αιτήματος και της ψυχικής οργάνωσης κάθε θεραπευόμενου, της ατομικής διαθεσιμότητας προς μία αναλυτική διαδικασία. Επίσης είναι συνάρτηση των αντικειμενικών συνθηκών της ζωής του θεραπευόμενου, οι οποίες συχνά επιβάλλουν την επιλογή αυτής της θεραπευτικής μεθόδου. Ωστόσο η κλινική παρατήρηση και η έρευνα έχουν δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις, σταδιακά και σύμφωνα με την πρόοδο της θεραπείας αναδύεται ένα νέο αίτημα προς μία ευρύτερη αναλυτική διεργασία. Έτσι, εφ’ όσον πληρούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ενδείκνυται η εφαρμογή και η συνέχιση της κλασσικής μορφής ψυχανάλυσης.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δεν στοχεύει μόνον στην αντιμετώπιση και την ανακούφιση από τα συμπτώματα τα οποία αρχικά μπορεί να οδηγούν έναν άνθρωπο στην αναζήτηση μίας θεραπείας. Κάθε σύμπτωμα κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της συνολικής ψυχικής λειτουργίας, της οποίας είναι μία αρνητική ή παθολογική έκφραση. Η επεξεργασία αυτών των υποκειμενικών στοιχείων, η σκέψη γύρω από αυτά μέσα στην θεραπευτική διαδικασία και μέσα από την συνεργασία με τον ψυχαναλυτή – ψυχοθεραπευτή, επιτρέπει την απελευθέρωση από την παρατηρούμενη συμπτωματολογία και την αντιμετώπιση των ψυχικών προβλημάτων.
Η διαφορά μεταξύ της κλασσικής ψυχανάλυσης και της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας δεν έγκειται σε μία «υπερτέρηση» της μίας ως προς την άλλη σχετικά με το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Η επιλογή της μίας ή της άλλης μεθόδου γίνεται με γνώμονα την κλινική εκτίμηση των ατομικών προβλημάτων και των δυνατοτήτων κάθε θεραπευόμενου και αποσκοπεί πάντοτε στην εξασφάλιση ικανοποιητικών θεραπευτικών αποτελεσμάτων, δηλαδή την ανακούφιση από τα συμπτώματα και την δυνατότητα αναδιοργάνωσης του τρόπου ψυχικής λειτουργίας ή της προσωπικότητας.
Δυνητικά, όλες οι μορφές ψυχικών προβλημάτων, ήσσονος ή μείζονος βαρύτητας, απαντούν στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Με αυτό δεν εννοούμε ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είναι πάντοτε ή εξ ορισμού η καταλληλότερη θεραπεία για κάθε νόσημα και για κάθε άνθρωπο. Όπως ήδη αναφέραμε, η καταλληλότητα κάθε θεραπευτικής μεθόδου κρίνεται μέσα από την λεπτομερή κλινική εκτίμηση και σύμφωνα με το ατομικό αίτημα κάθε ανθρώπου. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία αποτελεί την προσαρμογή και την, κατά περίπτωση, κατάλληλη μεταβολή της ψυχαναλυτικής κλινικής μεθόδου, με στόχο την διεύρυνση του πεδίου των ενδείξεων της. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η θεραπευτική προσέγγιση ψυχικών προβλημάτων ή ακόμα περιπτώσεων, για τις οποίες δεν ενδείκνυται ή δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της κλασσικής ψυχανάλυσης. Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την κλασσική μορφή της ψυχανάλυσης, ένδειξη έχουν : οι καταθλίψεις, οι μεταιχμιακές διαταραχές συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών της προσωπικότητας, της συμπεριφοράς, οι εξαρτήσεις ναρκωτικών και οινοπνεύματος και επίσης οι ψυχωτικές καταστάσεις. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, συχνά απαιτείται ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αντιμετώπισης. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι προτιμότερο να αναλαμβάνεται από έναν άλλον ιατρό και όχι από τον ψυχαναλυτή με τον οποίο συνεργάζεται ένας ασθενής.
Ένας ιδιαίτερος τομέας της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας είναι η ψυχοσωματική ψυχοθεραπεία. Αυτή ενδείκνυται σε περιπτώσεις οργανικών (σωματικών) νοσημάτων. Βασίζεται σε μία μονιστική και ενιαία αντίληψη της σωματοψυχικής οντότητας, στο πλαίσιο της οποίας, η εκδήλωση και η πορεία ενός χρόνιου ή παροδικού οργανικού νοσήματος συνδέεται και με ορισμένους τρόπους ψυχικής λειτουργίας ή κατάστασης που μπορεί να συντελούν στην έκφραση ενός νοσήματος. Αντίστοιχα, η κλινική εφαρμογή αυτής της θεώρησης μέσω μίας εξειδικευμένης ψυχαναλυτικής προσέγγισης, στοχεύει στην θεραπευτική αντιμετώπιση των παθογόνων τρόπων ψυχικής λειτουργίας, συνεισφέροντας έτσι στην αναχαίτιση, στην βελτίωση ή και στην ίαση του οργανικού νοσήματος. Αποσκοπεί στην κατανόηση των υποκειμενικών συνθηκών και τρόπων λειτουργίας της ανθρώπινης σωματοψυχικής οντότητας, μέσα από τις οποίες εκδηλώνεται ένα νόσημα ή ένα σωματικό ενόχλημα, και, στην καλύτερη δυνατή αναδιοργάνωση του ψυχικής λειτουργίας έτσι ώστε να αποτρέπονται οι τάσεις, ενδεχομένως γενετικά προσδιοριζόμενες, προς την εκδήλωση οργανικών νοσημάτων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τις περισσότερες φορές η ψυχοσωματική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση βαδίζει παράλληλα με τις κατάλληλες σωματικές θεραπείες. Η εξάσκηση της ψυχοσωματικής ψυχοθεραπείας προϋποθέτει την ανάλογη μετεκπαίδευση του ψυχαναλυτή.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του παιδιού και του εφήβου, αποτελούν δύο ιδιαίτερα πεδία των προεκτάσεων της ψυχαναλυτικής πρακτικής. Απαιτούν συγκεκριμένες μεταβολές του πλαισίου και της μεθοδολογίας, έτσι ώστε η θεραπευτική εργασία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στην δυναμική της ψυχικής λειτουργίας και έκφρασης του παιδιού και του εφήβου. Στις μικρότερες ηλικίες μπορεί να γίνεται χρήση άλλων μέσων έκφρασης πέραν του λόγου, όπως το σχέδιο ή το παιχνίδι, ενώ στην περίπτωση βρεφών και παιδιών προ-νηπιακής ηλικίας, πραγματοποιούνται συνεδρίες με την συμμετοχή και την παρουσία της μητέρας ή και των δύο γονέων. Έχει παρατηρηθεί ότι η έγκαιρη ψυχαναλυτική θεραπευτική προσέγγιση μικρών παιδιών σε συνδυασμό με το οικογενειακό περιβάλλον τους, επιτρέπει την εξάλειψη των συμπτωμάτων, την αναδιοργάνωση και την ομαλή εξελικτική πορεία του παιδιού. Ωστόσο, ορισμένες μείζονες μορφές ψυχοπαθολογίας του παιδιού, απαιτούν την μακρόχρονη θεραπευτική εργασία με το παιδί και με το οικογενειακό περιβάλλον του.
Στην περίπτωση του εφήβου, η ψυχαναλυτική εργασία καλείται να περιέξει και να επιτρέψει την γόνιμη επεξεργασία της ιδιαίτερης τόσο σωματικής όσο και ψυχικής «αναστάτωσης» ή και κρίσης που προκαλείται στην διάρκεια της εφηβείας και η οποία ορισμένες φορές μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ή στην εκδήλωση σοβαρότερων ψυχικών προβλημάτων τα οποία μέχρι τότε παρέμεναν σε μία λανθάνουσα κατάσταση. Για την ψυχοθεραπεία του παιδιού και του εφήβου απαιτείται επίσης η εξειδίκευση του ψυχαναλυτή.
Άλλες μορφές εφαρμοσμένης ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας αποτελούν οι λεγόμενες βραχείες και οι εστιασμένες θεραπείες. Αυτές αποσκοπούν κυρίως στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, επακόλουθα συνήθως μη αναμενόμενων καταστάσεων με τις οποίες μπορεί να έρθει αντιμέτωπος ένας άνθρωπος. Η ένδειξη τους προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ικανοποιητικά οργανωμένου τρόπου ψυχικής λειτουργίας και επομένως την απουσία άλλων μειζόνων ψυχικών προβλημάτων. Προτείνονται επίσης όταν συντρέχουν πραγματιστικοί λόγοι που καθιστούν αδύνατη την ανάπτυξη μίας ψυχανάλυσης ή μίας ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Τέλος, συνδυάζοντας την ψυχαναλυτική θεώρηση και την ιδιαίτερη και συχνά ευεργετική δυναμική των ανθρώπινων συστημάτων και των ομάδων, έχει αναπτυχθεί το πεδίο της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής προσέγγισης της οικογένειας και της ψυχαναλυτικής ομαδικής ψυχοθεραπείας. Και αυτές οι μορφές θεραπειών εξασκούνται από εξειδικευμένους ψυχαναλυτές.
Πέραν αυτών των μορφών θεραπευτικής αγωγής, η ψυχαναλυτική σκέψη και κλινική προσέγγιση, έχει εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της ψυχιατρικής νοσηλείας. Αυτή η εφαρμογή της ψυχανάλυσης έχει την μορφή ατομικών ή ομαδικών ψυχοθεραπειών νοσηλευόμενων ασθενών, όπως επίσης αποτελεί έναν τρόπο δυναμικής κατανόησης και συνολικής προσέγγισης του ψυχικού νοσήματος. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση έχει επίσης εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας Γενικών Νοσοκομείων και της διασυνδετικής ψυχιατρικής. Πρόκειται για την εφαρμογή της ψυχαναλυτικής θεωρητικής και κλινικής προσέγγισης στην ψυχολογική και την ψυχοκοινωνική πλευρά της ιατρικής και νοσηλευτικής φροντίδας.